- καθικνούμαι
- καθικνοῡμαι, -έομαι (Α)(αποθ. ρ.)1. μτφ. καταλαμβάνω, βρίσκω, αγγίζω («ἐπεί με καθίκετο πένθος ἄλαστον», Ομ. Οδ.)2. πλήττω («μέσον κάρα διπλοῑς κέντροισί μου καθίκετο», Σοφ.)3. φθάνω σε κάτι, επιτυγχάνω, κατορθώνω («ταχέως καθικνεῑτο τῆς προκειμένης ἐπιβολῆς», Πολ.)4. κατακρίνω, ελέγχω, αποδοκιμάζω5. κατέρχομαι, κατεβαίνω («καθικνεῑται [ο ἰησούς] εἰς ἑκούσιον κένωσιν», Κύριλλ. Αλεξ.)6. (το ουδ. ενικ. τῆς μτχ. αορ. β) «τὸ κατικόμενονεπιγρ. το κληρονομικό μερίδιο που περιέρχεται στην κατοχή κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἱκνοῡμαι «φθάνω»].
Dictionary of Greek. 2013.